τελειότητες

τελειότητες
τελειότης
completeness
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιδεώδης — ες 1. ο ιδανικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ιδεώδες α) αυτό που υπάρχει μόνο στη σκέψη β) καθετί που συγκεντρώνει όλες τις τελειότητες τις οποίες μπορεί να συλλάβει το πνεύμα, ιδανικό γ) τελειότητα την οποία φαντάζεται το πνεύμα, χωρίς να μπορεί να τή …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”